A
Στις ανεπάρκειες της ακοής αναφέρονται δύο κατηγορίες: Κωφοί και Βαρήκοοι. Πρότασή μας είναι να περιληφθούν και οι Κωφάλαλοι. Οι απόψεις μας είναι αποτέλεσμα εμπειριών 35 χρόνων διακονίας της κοινότητάς τους.
Οι λόγοι είναι οι εξής:
1. Η λέξη Κωφάλαλος είναι νεοελληνικό δημιούργημα για να καλύψει μία εννοιολογική ανάγκη, που είχε μονιμοποιηθεί στους ομιλητές πριν από πολύ καιρό.
(Πρώτη χρήση το 1897 : Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας σελ. 981). Μέχρι τότε η λέξη Κωφός απέδιδε και την σημασία του κωφάλαλου. Ενώ μετά την ένταξη της λέξης κωφάλαλος έχουμε την φράση : «διάλογος κωφών» όπου εννοείται διάλογος με φωνούμενη γλώσσα, αλλά χωρίς ακουστικές δυνατότητες.
Ο όρος Κωφός δεν διαχωρίζει τον κωφό, που δεν έχει επαρκείς ακουστικές εμπειρίες κατά την πρώιμη ηλικία του και γι’ αυτό δεν χρησιμοποιεί την φωνούμενη γλώσσα, από τον κωφό, που στερήθηκε την ακοή μετά την ανάπτυξη της Γλωσσικής Ικανότητας και ο οποίος χρησιμοποιεί την φωνούμενη γλώσσα. Οι δύο αυτές περιπτώσεις έχουν τελείως διαφορετικές γλωσσικές δυνατότητες και είναι ανάγκη να δηλώνονται.
Η άποψη ότι στο εξωτερικό έχουν απορρίψει παρόμοιες υποτιμητικές λέξεις, δεν είναι ανεκτό επιχείρημα. Στις Η.Π.Α. πριν τέσσερις δεκαετίες το κίνημα «politically correct» επέβαλε την αποφυγή χρήσης των λέξεων Dunb και Μute. Αυτές όμως οι λέξεις πράγματι χρησιμοποιούνται συχνά για να υποτιμήσουν κάποιον. Είναι λέξεις αντίστοιχες των ελληνικών Βουβός και Μουγκός. Η λέξη όμως κωφάλαλος δεν ενέχει κάτι επιβαρυντικό ή προσβλητικό. Μεταφέρει μία αναγκαία πληροφορία για τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας. Και μας υποχρεώνει μάλιστα, αν θέλουμε να δείξουμε την εκτίμησή μας, να συζητήσουμε μαζί του χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των χεριών. Η λέξη κωφός αποκρύπτει την αληθινή κατάσταση και συχνά διαπιστώνουν συζητητές την αδυναμία φωνητικής συζήτησης με δυσμενείς για τον κωφό αντιδράσεις οίκτου και υποτίμησης. Δεν θεωρούμε ορθό να καταδικάσουμε μία λέξη, δημιούργημα της ιδιαίτερης σημασιολογικής πλαστικότητας της φωνούμενης ελληνικής. Προσόν που στερούνται άλλες γλώσσες. Κυοφορήθηκε στην ελληνόφωνη κοινωνία από τους ελληνιστικούς χρόνους. Τότε παρουσιάστηκε η ανάγκη διαχωρισμού του κωφού που άκουγε και έμαθε να μιλάει με φωνή, από τον κωφό που δεν άκουσε και γι’ αυτό δεν μιλάει. Η λέξη που έλειπε συμπληρώθηκε το 1897.
2. Όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν ότι η λέξη Κωφάλαλος δηλώνει μια κατηγορία συνανθρώπων μας που έχουν φυσική τους γλώσσα τα νεύματα των χεριών τους. Έχει φορτισθεί αρνητικά, όχι από τα ίδια αυτά άτομα, αλλά από το οικείο περιβάλλον τους. Οι ίδιοι χρησιμοποιούν ένα νεύμα που δηλώνει αδυναμία χρήσης των αφτιών και του στόματος. Και αυτό σε παγκόσμια έκταση. Όλοι οι κωφάλαλοι σ’ όλο τον κόσμο έτσι δηλώνουν την ιδιαιτερότητά τους.
Σε μερικούς οικείους των κωφαλάλων δημιουργείται «κακή εντύπωση» με το άκουσμα της λέξης, και γι’ αυτό θέλουν να την διαγράψουν. Αυτή η αρνητική στάση προέρχεται από την εποχή που απαγόρευαν τη γλώσσα των χεριών για να επιδίδονται τα κωφά παιδιά αναγκαστικά στη χρήση της φωνής του στόματος. Αυτή ήταν μια αναγκαία προϋπόθεση κατά την τότε επικρατούσα άποψη. Η οποία μάλιστα, καλλιεργούσε στους γονείς αντιπαλότητα προς την αναπηρία του παιδιού τους. Σήμερα με την αποδοχή της φυσικής τους γλώσσας των χεριών, μπορούν οι γονείς ευκολότερα να αποδεχθούν εγκαίρως την γλωσσική ιδιαιτερότητα του παιδιού τους. Η επιβολή όμως της φωνούμενης γλώσσας τότε ήταν αιτία πολλά παιδιά να σταματήσουν το σχολείο, ενώ άλλα διατηρούν αρνητικές μνήμες από την σχολική τους ζωή. Από εκείνες όμως τις αντιλήψεις συστηματοποιήθηκε η επιβολή του όρου στα σχολεία κωφαλάλων και τα μετονόμασαν σε σχολεία κωφών. Και επένδυσαν στην επιτυχία τους αυτή. Το αποτέλεσμα ήρθε σύντομα. Δεν επέφεραν καμιά καλυτέρευση στην εκπαιδευτική πράξη. Το αντίθετο μάλιστα, επέφεραν σύγχυση. Παρουσιάστηκαν παιδιά να ισχυρίζονται με υποτιμητικό τρόπο για τα άλλα : εγώ δεν είμαι κωφάλαλος είμαι κωφός.
Η κακή εντύπωση ήταν αποτέλεσμα ιατρικών διαγνώσεων που συσχέτιζαν την κώφωση με συνοδές εγκεφαλικές παθήσεις. Στήριζαν την άποψή τους στην απουσία κριτικής σκέψης. Αυτή όμως η απουσία ήταν αποτέλεσμα απουσίας γλώσσας και εκπαίδευσης. Από παρόμοιες εσφαλμένες απόψεις ξεκίνησαν πολλές προκαταλήψεις. Δεν είναι ορθό να αφήσουμε στην υποτιμητική άγνοια μια κατηγορία συνανθρώπων μας, επειδή μας πιέζει μία προκατάληψη. Στις προκαταλήψεις αυτές εντάσσεται η άποψη ότι η λέξη κωφάλαλος παρουσιάζει ρατσιστική αντίληψη. Είναι απαράδεκτη η ευκολία με την οποία ντύνουν μία λέξη με μαύρα χρώματα. Ο ρατσισμός δεν φυτρώνει στις λέξεις, αλλά στις αντιλήψεις αρρωστημένων κοινωνικά ανθρώπων. Εκθειάζουν τον εαυτό τους και μισούν την διαφορετική γνώμη και την άλλη άποψη.
Οι σημασίες των λέξεων δηλώνουν την πραγματικότητα, στην οποία αναφέρονται. Η δήλωση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης δεν είναι καλή ή κακή, αλλά αληθής ή ψευδής. Δεν είναι ορθή επιλογή η απόκρυψη της αλήθειας μιας κατάστασης. Αντίθετα η ορθή πληροφόρηση οδηγεί στην ορθή αντιμετώπισή της. Οι λέξεις υπάρχουν για να παριστάνουμε την πραγματικότητα και να κυκλοφορούμε αναμεταξύ μας την αλήθεια, όχι να την κρύβουμε. Ο συγκεκριμένος λεκτικός εξωραϊσμός ευνοεί τη νάρκωση των ευθυνών μας και παράλληλα νοθεύει τις επικοινωνιακές ανάγκες των κωφαλάλων.
3. Η καθημερινή εμπειρία μας έχει βεβαιώσει ότι ο όρος κωφάλαλος δεν μειώνει την επίδοση του κωφού παιδιού στην φωνούμενη γλώσσα, όπως ισχυρίζονται μερικοί. Αντίθετα το προτρέπει στην ελεύθερη ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων ακοής, ώστε να ακούει καλύτερα, για να αποδείξει τις σχολικές του ικανότητες με καλύτερες επιδόσεις στην φωνητική ομιλία. Αυτές οι επιδόσεις προϋποθέτουν ορθή αξιοποίηση της γλώσσας των χεριών του. Και αυτό το πλεονέκτημα του έλλειπε μέχρι τώρα. Η καθιέρωση της γλώσσας των χεριών του ως πρώτης, θα το οδηγήσει ευκολότερα στην ανάπτυξη της φωνούμενης.
Βέβαια η γνώση της φωνούμενης ελληνικής δεν μπορεί να αξιολογηθεί από την φωνητική επίδοση ενός κωφάλαλου. Πάντοτε στο ζήτημα αυτό θα υστερεί, επειδή δεν άκουσε την φωνητική ομιλία και δεν ασκήθηκε στην αποκωδικοποίησή της. Ανεξάρτητα όμως από την ποιότητα της φωνής, μπορεί να επιδοθεί στο γραπτό κείμενο και στην μελέτη κειμένων.
Σχετική είναι η αντίθετη διαπίστωση από τον περιορισμό στη χρήση του όρου Κωφός. Συνήθως γονείς οδηγούνται σε λάθος εκίμηση των ακουστικών δυνατοτήτων του παιδιού τους και εύκολα μεταπηδούν στη χρήση του όρου Βαρήκοος. Με αποτέλεσμα να απαγορεύουν στο παιδί τους τα νεύματα και να το εγκλωβίζουν στον μονόδρομο της φωνούμενης γλώσσας, την οποία δεν ακούει!
Η αποδοχή του όρου κωφάλαλος προσφέρει αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, επειδή φανερώνει την αποδοχή τους όπως είναι από την ευρύτερη κοινωνία. Αλλά και δίνει αξία στη γλώσσα των χεριών τους, επειδή εξισώνεται με την φωνούμενη, που μέχρι τώρα τους επιβάλλεται υποχρεωτικά. Η αποδοχή των κωφαλάλων από την κοινωνία των ακουόντων δεν εμποδίζεται από την διαφορετική γλώσσα, αλλά από την μορφωτική διαφορά.
Θα πρέπει να προσέξουμε την προσεκτική χρήση της λέξης κωφάλαλος από τους νομικούς και τους δημοσιογράφους, που καταλαβαίνουν την ακρίβεια της δήλωσης αυτής και την οποία δεν ταυτίζουν με τη λέξη κωφός. Αλλά και οι γλωσσολόγοι δε μπορούν να αναφερθούν στα ζητήματα της γλώσσας νευμάτων αν δεν τη συσχετίσουν με τον κωφάλαλο. Τον άνθρωπο δηλαδή που δεν μπορεί να χρησιμοποιεί με επάρκεια τον φωνούμενο λόγο, αλλά έχει την δική του γλώσσα με τα χέρια. Ακόμη και πολλά ενήλικα παιδιά κωφαλάλων γονέων απορούν και διερωτώνται, γιατί τα τελευταία χρόνια μερικοί ακούοντες επιμένουν στον χαρακτηρισμό κωφοί και όχι όπως πρώτα κωφάλαλοι! Γιατί να αρνούνται μία λέξη που μεταφέρει μια απαραίτητη πληροφορία;
Β
Η ονομασία της γλώσσας των χεριών ως νοηματική είναι τελείως αδόκιμη. Είναι λανθασμένος χαρακτηρισμός. Προέρχεται από πρόχειρη και επιπόλαιη μετάφραση του αμερικάνικου όρου Sign Language. Η λέξη Sign (σημείο) μεταφράστηκε ως νοηματική. Όλες όμως οι ανθρώπινες γλώσσες – φυσικές ή τεχνικές – αποτελούν φορείς νοημάτων. Αλλά στην ελληνική γλώσσα υπάρχει από την αρχαιότητα η λέξη νεύμα και το ρήμα της νεύω, η οποία ενέχει επικοινωνιακή σημασία. Είναι παρακινδυνευμένο να διατηρείται μία λέξη, (νοηματική), που νοθεύει την ονομασία της γλώσσας των χεριών και να μη χρησιμοποιείται μία λέξη, (νεύματα), που κυριολεκτεί και υπάρχει σε χρήση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα συνεχώς. Εξάλλου γλωσσολόγοι σε μεταφράσεις τους ξενόγλωσσων κειμένων χρησιμοποιούν το όρο Γλώσσα Νευμάτων.